παρενθήκη

παρενθήκη
η, ΝΑ [παρεντίθημι]
αυτό που παρεμβάλλεται ή προστίθεται σε κάτι άλλο από τα έξω, προσθήκη («τοιήνδε δὲ ἐξ αὐτῶν παρενθήκην ἐποιήσατο», Ηρόδ.)
νεοελλ.
ναυτ. βάρος πρόσθετο από άχρηστα πράγματα που φορτώνεται σε πλοίο ή βάρκα μόνο για να βοηθήσει στην ευστάθεια, έρμα, κν. σαβούρα
αρχ.
1. περιττή παρέκβαση, παρεμβολή, παρένθεση (α. «παρενθήκην ἔχρησε ἐς Μιλησίους» — έδωσε χρησμό κατά παρένθεση, παρενθετικά, Ηρόδ.
β. «ἑτέρας τοῡ πολέμου παρενθήκας ἐποιεῑτο» — κατά τα διαλείμματα τού πολέμου απασχολούνταν με άλλα πράγματα, Πλούτ.)
2. ιατρ. πρόσθετο φάρμακο σε δύσκολη κατάσταση
3. συμβουλή που παρέχεται με σκοπό την παρεμπόδιση κινδύνου
4. μικρή ποσότητα εμπορευμάτων που λαμβάνεται ως προσθήκη στο φορτίο («πλείονος ἀξία τῆς ἐμπορίας ἡ παρενθήκη», Πλούτ.)
5. φρ. α) «ἐν παρενθήκης μέρει» — παρέργως, εν παρόδω παρεμπιπτόντως
β) «παρενθήκη ὄψου» — το παροψώνημα, το πρόσθετο εκλεκτό έδεσμα που προσφέρεται συμπληρωματικά στο κυρίως γεύμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρενθήκη — something put in beside fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρενθήκῃ — παρενθήκη something put in beside fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρενθῆκαι — παρενθήκη something put in beside fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρενθήκαις — παρενθήκη something put in beside fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρενθήκην — παρενθήκη something put in beside fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρενθήκης — παρενθήκη something put in beside fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρενθήκας — παρενθήκᾱς , παρενθήκη something put in beside fem acc pl παρενθήκᾱς , παρενθήκη something put in beside fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… …   Dictionary of Greek

  • παρέμβλημα — το καθετί που παρεμβάλλεται ή παρεντίθεται κάπου, η παρενθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρεμβάλλω. Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • παρένταξις — άξεως, ἡ, Α [παρεντάττω / παρεντάσσω] 1. παρεμβολή, παρενθήκη, προσθήκη ανάμεσα σε κάτι 2. (για ελαφρώς οπλισμένα στρατεύματα) η παρεμβολή μεταξύ οπλιτών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”